Ηχώ του χρόνου (2 CD)
Ross Daly, Μήτσος Σταυρακάκης
Τραγούδι: Βασίλης Σταυρακάκης, Σπυριδούλα Τουτουδάκη
Οι ηχογραφήσεις αυτές είναι το αποτέλεσμα της εικοσαετούς συνεργασίας μου με τον Κρητικό στιχουργό Μήτσο Σταυρακάκη, ενώ ταυτόχρονα αντικατοπτρίζουν την πρώιμη δουλειά του μουσικού εγχειρήματος «Λαβύρινθος». Οι πρώτες ηχογραφήσεις χρονολογούνται από το 1982 και αφορούν αποκλειστικά το κρητικό μουσικό ιδίωμα, αν και είναι αρκετά εμφανείς και οι επιρροές άλλων σχετικών μουσικών παραδόσεων. Εκείνο τον καιρό ζούσα στα Χανιά, στη δυτική Κρήτη, και ήμουν εντελώς απορροφημένος από την Κρητική μουσική. Ήμουν επίσης ακόμη μαθητής του μεγάλου Κώστα Μουντάκη, του οποίου η επιρροή στο παίξιμό μου ήταν ολοφάνερη εκείνη την εποχή. Η Κρητική μουσική τότε ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν που ακούγεται σήμερα. Ήταν πιο απλή και πιο καθαρή και αποτελούσε έναν άμεσο αντικατοπτρισμό μιας πολύ παλαιότερης αισθητικής και τάξης πραγμάτων, που σήμερα είτε έχει διαστρεβλωθεί έντονα μέσα από φολκλοριστικές μανιέρες, ή έχει θαφτεί εντελώς μέσα στην πρόφαση ενός αστικού εκμοντερνισμού. Ωστόσο τίποτα δεν παραμένει αναλλοίωτο για πάντα και οι Κρήτες μουσικοί, ακόμα και τότε, φαίνεται πως βρισκόντουσαν σε μια αναζήτηση καινούριων ήχων και δομών, επιμένοντας ταυτόχρονα στη διατήρηση του χαρακτηριστικού ήχου, τον οποίο αισθάνονταν πολύ οικείο και δικό τους. Μοιράστηκα κι εγώ αυτό τους το ενδιαφέρον, αλλά επειδή το μουσικό μου παρελθόν και η προσέγγισή μου στα πράγματα ήταν αρκετά διαφορετική, προβληματίστηκα μέσα από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία. Όταν μια δεδομένη μουσική παράδοση αρχίζει συνειδητά να αναζητά έναν καινούριο ήχο, αυτό αποτελεί μια ένδειξη ότι η ίδια η κοινωνία, μέσα από την οποία προέρχεται η παράδοση αυτή, αισθάνεται πως βρίσκεται σε μια κατάσταση αφύσικης απομόνωσης. Σε κοινωνίες όπου υπάρχει συχνή επικοινωνία και πολιτιστικές ανταλλαγές με άλλες παραδόσεις, νέοι ήχοι και φόρμες αναδύονται χωρίς να υπάρχει από την πλευρά των ανθρώπων η συνειδητή αναζήτηση για κάτι καινούριο. Ωστόσο η Κρήτη κατά τον εικοστό αιώνα άνηκε μάλλον στην πρώτη κατηγορία μουσικής παράδοσης που περιγράφηκε πιο πάνω. Η Κρήτη μέσα από την εκτενή της ιστορία, αποτελούσε πάντα σταυροδρόμι και σημείο συνάντησης επιρροών μίας μεγάλης ποικιλίας διαφορετικών πολιτισμών, γεγονός που έχει συμβάλει καθοριστικά στη μοναδικότητα και το ξεχωριστό του χαρακτήρα της. Τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα του 19ου και αρχής του 20ου αιώνα είχαν ως προφανές αποτέλεσμα να γίνει η Κρήτη τμήμα του Σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, ενώ ο πολιτιστικός διάλογος με άλλους λαούς της κοντινής της γεωγραφικής περιοχής δεν αποτελούσε προτεραιότητα. Αυτό ήταν φυσικά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της αναταραχής που επικρατούσε εκείνη την εποχή γύρω από το θέμα της ανάγκης επείγουσας δημιουργίας εθνικών κρατών στα Βαλκάνια, τη Μεσόγειο και τις περιοχές της Μέσης Ανατολής γενικότερα. Είναι ευρέως γνωστό ότι, όχι μόνο οι κρητικοί αλλά σίγουρα η πλειοψηφία των λαών αυτής της περιοχής βρέθηκαν για πολλές δεκαετίες σε μια κατάσταση πολιτιστικής απομόνωσης από τους γείτονές τους και το γεγονός αυτό, καλώς ή κακώς, επέφερε μια διακοπή της προηγούμενης πραγματικότητας που επικρατούσε στην περιοχή. Δυστυχώς, η πλειοψηφία των λαών της Ανατολικής Μεσογείου κατά τον 20ο αιώνα είχε την τάση να βλέπει είτε υπεροπτικά είτε εχθρικά τους γειτονικούς λαούς , ενώ όλοι είχαν στραμμένο το βλέμμα τους προς τη Δυτική Ευρώπη ως πολιτιστικό παράδειγμα προς μίμηση. Όποια κι αν ήταν τα αποτελέσματα αυτής της στάσης στις κοινωνικοπολιτικές σφαίρες, σίγουρα προκάλεσε μια σύγχυση στο πεδίο της τοπικής μουσικής του κάθε νέου εθνικού κράτους που προέκυπτε.Οι μαζικές εκδιώξεις και ανταλλαγές πληθυσμών στις αρχές του 20ου αιώνα περιέπλεξαν ακόμα περισσότερο τα πράγματα, όπως και η επείγουσα ανάγκη, που όλοι αισθάνονταν, να δημιουργηθεί μια κοινή εθνική ταυτότητα η οποία ταυτόχρονα θα υποστήριζε το ιδανικό της ιστορικής ολοκλήρωσης τόσο μέσα από την εθνική συνέχεια και όσο και σε ευθυγράμμιση με τις Ευρωπαϊκές καταβολές. Ουσιαστικά όλες αυτές οι περιστάσεις, και πολλές άλλες, οδήγησαν τελικά στη δυτικοποίηση και αστικοποίηση των τοπικών μουσικών ιδιωμάτων, καθώς κατέφταναν «πρέπουσες» επιρροές από τα αστικά κέντρα, τα οποία τότε θεωρούνταν αναμφισβήτητα ως λύχνοι του σύγχρονου πολιτισμού. Υπήρχε η νοοτροπία ότι ο πολιτισμός της υπαίθρου ήταν κατώτερος και χρειαζόταν απεγνωσμένα τον «εκπολιτισμό» μέσα από τις ευρωπαϊκές αξίες, συχνά κάπως διαστρεβλωμένες, που προωθούσαν τα αστικά κέντρα. Από τα πρώτα χρόνια της ενασχόλησης μου με την Κρητική μουσική, ήταν ολοφάνερο σε μένα ότι αν κάποιος ενδιαφερόταν για νέες επιρροές που θα μπορούσαν εν δυνάμει να συμβάλλουν στην ανανέωση της Κρητικής μουσικής, το προφανές μέρος για να τις αναζητήσει κανείς θα βρισκόταν μέσα στις συγγενείς μουσικές παραδόσεις των γειτονικών λαών, με τους οποίους εξάλλου διεξάγεται ένας διαρκής διάλογος εδώ και αιώνες, και με τους οποίους υπάρχουν ήδη αναρίθμητα κοινά στοιχεία έτσι κι αλλιώς. Το κοινό έδαφος της Κρητικής μουσικής με την Ευρωπαϊκή είναι πράγματι πολύ μικρό, αλλά ακόμα και με την σύγχρονη αστική Ελληνική μουσική, η οποία μέχρι πολύ πρόσφατα αρνούταν πεισματικά να δεχθεί επιρροές από παραδόσεις της υπαίθρου, έχει σε πολλές περιπτώσεις σχεδόν την ίδια απόσταση, όση και με την Ευρωπαϊκή. ( Ίσως το μόνο αξιοσημείωτο κοινό έδαφος που μοιράστηκαν η σύγχρονη ελληνική αστική μουσική με την Κρητική ήταν οι επιρροές που δέχτηκαν και οι δυο από τη Μικρά Ασία στις αρχές του 20ου αιώνα.). Αυτό προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη αν σκεφτεί κανείς ότι ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός συνθετών της σύγχρονης Ελληνικής αστικής μουσικής είναι κρητικής καταγωγής, γεγονός που σε ελάχιστες περιπτώσεις αντικατοπτρίζεται τελικά στο έργο τους.
Η δική μου ενασχόληση στο πεδίο της Κρητικής μουσικής είναι σε μεγάλο βαθμό καθαρά προσωπικής φύσεως και σε καμία περίπτωση δεν με αφορά η γενική αντίληψη περί αυθεντικότητας. Επίσης δεν θεωρώ τον εαυτό μου καθεαυτό «παραδοσιακό μουσικό», τουλάχιστον όχι με το συνηθισμένο και γενικώς αποδεκτό νόημα του όρου. Κατά τη διάρκεια της ζωής μου έχω αγαπήσει και εμβαθύνει σε πολλές και διαφορετικές μουσικές παραδόσεις και, παρόλο που γνωρίζω πολύ καλά πόσο μοναδική και ξεχωριστή είναι η κάθε μια, ποτέ δεν βρήκα λόγο να τις κατηγοριοποιήσω και να χαράξω σύνορα ανάμεσά τους. Αυτό μου συμβαίνει ιδιαίτερα όταν ερευνώ και βλέπω παραδόσεις που έχουν ήδη μοιραστεί ένα αξιοσημείωτα μεγάλο κομμάτι κοινού εδάφους . Ίσως γι’αυτό το λόγο μου φάνηκε απόλυτα φυσιολογικό να συνδυάσω την κρητική λύρα με το αφγανικό ραμπάμπ , ή το τουρκικό σάζι , ή ακόμα και ένα ινδικό σαράνγκι(ένα μακρινό συγγενή της λύρας).Το να χρησιμοποιήσω μια κιθάρα ωστόσο , ένα όργανο το οποίο μου είναι σχεδόν εξίσου οικείο, είναι κάτι που δεν μου περνάει φυσιολογικά από το μυαλό. Η Κρητική μουσική δεν είναι βασισμένη στις δομές της αρμονίας ( για την οποία η κιθάρα είναι ειδικά κατασκευασμένη), και η κιθάρα δεν έχει σχεδιαστεί για να αποδώσει μελωδίες που περιέχουν μικροδιαστήματα (βασικό στοιχείο της Κρητικής μουσικής). Πέρα από αυτές τις πρακτικές και τεχνικές δυσκολίες, που δεν είναι κατ’ ανάγκη απαγορευτικές, τίθεται και θέμα αισθητικής. Αυτό φυσικά είναι καθαρά υποκειμενικό ζήτημα, κι έτσι θα ‘πρεπε να είναι εξάλλου, αλλά νιώθω ωστόσο ότι υπάρχει μια εγγενής αισθητική συγγένεια που ενώνει τις τροπικές μουσικές παραδόσεις την οποία, πιστεύω, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει. Μου φαίνεται επίσης ότι το πάντρεμα της τροπικής μουσικής με την πολυφωνία σχεδόν πάντα καταλήγει απλώς σε έντονους συμβιβασμούς και από τις δυο πλευρές. Για το λόγο αυτό ένιωσα το χρέος να διατηρήσω ακέραια την τροπικότητα της Κρητικής μουσικής και αυτό αυτόματα με οδήγησε σε μια πολύ συγκεκριμένη κατεύθυνση ενορχήστρωσης και αισθητικής γενικότερα.
Οι στίχοι του Μήτσου Σταυρακάκη με συναρπάζουν επειδή είναι, από τη μια γεμάτοι από πολύ ζωντανές και έντονες εικόνες, και από την άλλη επειδή κάνουν χρήση ενός παραδοσιακού γλωσσικού ιδιώματος με ένα πολύ σύγχρονο τρόπο, αλλά χωρίς συμβιβασμούς. Οι φωνές του Βασίλη Σταυρακάκη και της Σπυριδούλας Τουτουδάκη ταιριάζουν ιδανικά στους στίχους του Μήτσου και για μένα, εμφυσούν ζωή σ’αυτούς με ένα πολύ μοναδικό τρόπο.