ΜΑΝΤΟΥΡΑ
Παίζεται κυρίως στην Κρήτη και φτιάχνεται μόνο από καλάμι. Το επιστόμιο της,κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού, είναι τύπου κλαρινέτου, μ’ένα λεπτό γλωσσίδι. Το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα, όπου με το φύσημα πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο. Η μαντούρα ή παντούρα και μπαντούρα, που παίζεται κυρίως στην Κρήτη, είναι ένα όργανο τύπου κλαρινέτου, με μονό επικρουστικό γλωσσίδι. Έχει δηλαδή στο πάνω άκρο της, που είναι κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού, μια λεπτή γλώσσα, κομμένη στο τοίχωμα του κυλινδρικού της ηχείου. Όταν παίζε-ται το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα κι εκεί, με το φύσημα, πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο. Το γλωσσίδι κόβεται συνήθως από κάτω προς τα πάνω. Κόβεται όμως και με αντίθετη φορά, από πάνω προς τα κάτω, με το στόμα δηλαδή του γλωσσιδιού κοντά στον κόμπο του καλαμιού. Η μαντούρα φτιάχνεται από «λιανό καλάμι» σε διάφορα μεγέθη, από 20 εκατοστά περίπου έως γύρω στα 25 εκατοστά, και έχει συνήθως 4 ή 5 τρύπες, και σπάνια 6. Φτιάχνεται όμως και από χοντρύτερο καλάμι, και σ’αυτή την περίπτωση λεπταίνουν συνήθως το μέρος με το γλωσσίδι που μπαίνει στο στόμα. Υπάρχει και η διπλομαντούρα: δύο μαντούρες ενωμένες με φυτικές ίνες ή σπάγκο. Ουσιαστικά το φτιάξιμο και το παίξιμο της μαντούρας είναι μια προετοιμασία για την τσαμπούνα και την γκάιντα. Η διακόσμηση στη φλογέρα και το σουραύλι –και σπάνια στη μαντούρα – περιορίζεται συνήθως σε εγχάρακτα σχέδια, άλλοτε γεωμετρικά και άλλοτε από το φυτικό ζωικό κόσμο.