«Ένα χωριό τραχύ, στο χρώμα τής στάχτης, μαυρειδερά σπίτια κάτω από τον ανήλεο ήλιο των νησιών τής Μεσογείου, κάτοικοι καμένοι από τη μιζέρια και τα πάθη. Σήμερα, το κυρίαρχο πάθος είναι το μίσος. Ένα πολιτικό μίσος φονικό, που ρίχνει τον αδερφό ενάντια στον αδερφό του. Και μπροστά σ’ αυτή τη θύελλα των ανομιών, στέκει ένας ηλικιωμένος άντρας, απελπισμένος, γιατί η φωνή του είναι “φωνή βοώντος εν τη ερήμω”. Για τον παπα-Γιάνναρο αυτό το κύμα φρίκης δεν μπορεί παρά να σημαίνει την ίδια την ανικανότητα της ιερωσύνης του: ο διάβολος κυβερνά τον κόσμο. Ή ο διάβολος ή ο Λένιν. Γιατί για τον δάσκαλο, που ξεσηκώνεται με ενθουσιασμό από τις νέες ιδέες, η πάλη έχει νόημα. Βαριά άρρωστος, σχεδόν ετοιμοθάνατος, κρατάει την ψυχή του με όλες του τις δυνάμεις, γιατί θέλει να προφτάσει να δει την άφιξη της Ελευθερίας.
»Αυτό το επιθανάτιο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη είναι, ανάμεσα σε όλα τα έργα του, το πιο κοντινό στον κόσμο μας, που σπαράζεται από αδελφοκτόνες μάχες.»
(Από τη γαλλική έκδοση Nikos Kazantzaki, Les frères enemis, Plon, Paris 1978.)
«Οι Αδερφοφάδες μιλούν για την αδελφοκτόνο σύγκρουση σε ένα χωριό κατά τον Ελληνικό Εμφύλιο στα τέλη τής δεκαετίας τού 1940. Πολλοί από τους χωριανούς, μαζί και ο Καπετάν Δράκος, ο γιος τού εφημέριου, ο παπα-Γιάνναρος, πήραν τα βουνά και ενώθηκαν με τους κομμουνιστές αντάρτες. Είναι Μεγάλη Εβδομάδα και, με τον φόνο, τον θάνατο και την καθημερινή καταστροφή, ο παπα-Γιάνναρος αισθάνεται ότι κουβαλάει στους ώμους του τις αμαρτίες τού κόσμου.»
(Από τη γαλλική έκδοση Nikos Kazantzaki, Les frères enemis, Plon, Paris 1978.)
Η έκδοση 2009 των Αδερφοφάδων περιέχει, για πρώτη φορά, Επίμετρο (του Εκδότη-Επιμελητή Δρος Πατρόκλου Σταύρου), με πραγματολογικά σχόλια και ιστορικές πληροφορίες για τα δραματικά γεγονότα που ενέπνευσαν το έργο, το οποίο υπερβαίνει τα τοπικά δεδομένα του και προσλαμβάνει οικουμενικούς συμβολισμούς επώδυνων και καταστροφικών ανθρώπινων παθών.